- ἔξοδος
- ἔξοδος 1going outfem nom sgἔξοδος 2promoting the passagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π … Dictionary of Greek
έξοδος — η 1. η μετάβαση από μέσα προς τα έξω, το έβγα:Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. 2. το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος: Η έξοδος του θεάτρου. 3. το τέρμα στενής διόδου ή σήραγγας: Η έξοδος του τούνελ. 4. επίθεση που επιχειρούν πολιορκημένοι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεραπευτική Κοινότητα Έξοδος — Οικισμός (61 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γιάννουλης … Dictionary of Greek
Μεσολγγίου, Έξοδος — Βλ. λ. Μεσολόγγι (Ιστορία) … Dictionary of Greek
ἐξόδω — ἔξοδος 1 going out fem nom/voc/acc dual ἔξοδος 1 going out fem gen sg (doric aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδως — ἔξοδος 1 going out fem acc pl (doric) ἔξοδος 2 promoting the passage adverbial ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξοδον — ἔξοδος 1 going out fem acc sg ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem acc sg ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδοις — ἔξοδος 1 going out fem dat pl ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδοισι — ἔξοδος 1 going out fem dat pl (epic ionic aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόδοισιν — ἔξοδος 1 going out fem dat pl (epic ionic aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)